- πλαγιοβάδιση
- [-ις (-εως)] η , πλαγιοβάδισμα τό , πλαγιοβαδισμός ο шаг (аллюр)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πλαγιοβάδιση — η, Ν ο συνηθισμένος αργός βηματισμός τού αλόγου που εκτελείται σε τέσσερεις χρόνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + βάδιση (< βαδίζω). Η λ., στον λόγιο τ. πλαγιοβάδισις, μαρτυρείται από το 1891 στον Κ.Α. Μαυρομιχάλη] … Dictionary of Greek
πλάγιος — α, ο / πλάγιος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. αυτός που εμφανίζει κλίση σε σχέση με κάποιον ή κάτι άλλο ή αυτός που παρουσιάζει λοξή απόκλιση ή κατεύθυνση, ο πλαγιαστός, ο λοξός (α. «πλάγιο επίπεδο» β. «πλάγι ἐστὶ τἆλλα, τοῡτο δ ὀρθὸν θηρίον»,… … Dictionary of Greek
πλαγιοβάδισμα — το, Ν (για άλογο) η πλαγιοβάδιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + βάδισμα] … Dictionary of Greek
πλαγιοβαδισμός — ο, Ν (για άλογο) η πλαγιοβάδιση. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού πλαγιοβάδισμα κατά τα αρσ. σε σμός] … Dictionary of Greek